- μπήκαμε
- влезени cме
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… … Dictionary of Greek
τρύγος — (I) ο, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)] η συγκομιδή ώριμων καρπών και ιδίως τών σταφυλιών, ο τρυγητός νεοελλ. 1. η εποχή τού τρυγητού 2. φρ. «μπήκαμε στον τρύγο» αρχίσαμε τον τρυγητό 3. παροιμ. φρ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για περιστάσεις κατά τις οποίες… … Dictionary of Greek
γκρουπ — το (λ. γαλλ.), μικρή ομάδα ανθρώπων: Μπήκαμε στο μουσείο χωρισμένοι σε γκρουπ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουνατσάρει — απρόσ., μπουνατσάρισε, η θάλασσα γαληνεύει: Μόλις μπήκαμε στο πλοίο μπουνατσάρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολοστόλιστος — η, ο ο ολότελα στολισμένος, καταστόλιστος: Μπήκαμε στην ολοστόλιστη αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφυλαχτικά — επίρρ. τροπ., με προφύλαξη, με προσοχή: Μπήκαμε στο χωριό προφυλαχτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)